- ἐγχλίεις
- ἐγχλί̱εις , ἐν-χλίωluxuriatepres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρβανος — κάρβανος, ον (Α) βάρβαρος, ξένος («κάρβανος ὤν δ Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν» ενώ είσαι βάρβαρος, φέρεσαι με μεγάλη αλαζονεία στους Έλληνες, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρβάν] … Dictionary of Greek